βροντολάλημα

βροντολάλημα
το
η ομιλία που γίνεται με βροντερή φωνή: Το βροντολάλημα του ομιλητή ακουγόταν από μακριά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βροντολάλημα — το βροντερή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντολαλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”